Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ


 
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ (*)
 
Ποιητικός αντίλαλος στο ομώνυμο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη, 
από την ποιητική μου συλλογή "ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΥ ΤΕΧΝΗ"
 
Κοιτάξαμε 'κείνο το πρωί το κάστρο γύρω γύρω
αρχίζοντας από έναν ίσκιο κάτω από βράχο στείρο,
σαν τον καιρό που έχασε κάθε του χάσμα και ρωγμή
εκεί που η θάλασσα πρασινωπή απλώνεται χωρίς αναλαμπή
στο στήθος σκοτωμένου παγωνιού βρήκαμε την αποδοχή.
 
Του βράχου οι φλέβες έσταζαν από ψηλά
στριμμένα κλήματα πολύκλωνα, γυμνά
στ' άγγιγμα του νερού ζωντάνευαν καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει λίκνισμα κουραστικό μονότονα κοιτώντας τις.
 
Μακρύς γιαλός ολάνοιχτος από το μέρος του ηλίου
και με το φως διαμαντικά να τρίβεται στην πλάτη ενός βρύου
κανένα πλάσμα ζωντανό, τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλέας της Ασίνης στη λήθη του δίχως κωνσταντινάτα.
 
Λησμονημένος κι άγνωστος απ' Όμηρο κι απ' όλους
μόνο μια λέξη αβέβαιη στης Ιλιάδας δόλους,
ριγμένη εδώ σαν προσωπίδα εντάφια, χρυσή,
θυμάσαι που την άγγιξες, ο κούφιος ήχος της κραυγή
 
μέσα στο φως σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά στο όμμα
ο της Ασίνης βασιλιάς κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό
 «Ασίνην τε... Ασίνην τε...» παντού μαζί σε κόσμο σιωπηλό
 
με τα παιδιά του αγάλματα, τους πόθους φτερουγίσματα
πουλιών με τον αγέρα τους να φέρνει τιτιβίσματα
στων στοχασμών διαστήματα και τα καράβια του αραγμένα
σ' έν' άφαντο λιμάνι κάτω απ' την προσωπίδα όλα εκεί χαμένα.
 
Πίσω απ' τα μεγάλα μάτια, τα ανάγλυφα καμπύλα χείλια,
τους άταχτους βοστρύχους, τα συναισθήματα τα χίλια
ένα σημείο σκοτεινό να ταξιδεύει σαν το ψάρι
στην αυγινή του πέλαγου γαλήνη που δεν το βλέπουν γλάροι.
 
Μα εσύ το βλέπεις: Ένα κενό παντού μαζί μας
απόηχος κρυφός στ' αυτιά μας μιας ξεχασμένης ρίμας
και το πουλί που πέταξε κείνον τον κρύο χειμώνα,
σπασμένη η φτερούγα του δίπλα στην ανεμώνα.
 
Νέα γυναίκα έφυγε με του καλοκαιριού τα δόντια για να παίξει,
ψυχή που γύρεψε τον κάτω κόσμο τσιρίζοντας στου φεγγαριού τη φέξη
κι ο τόπος πλατανόφυλλο που ο χείμαρρος του ήλιου παρασέρνει
με τα αρχαία μνημεία άγρια στη σύγχρονη θλίψη σέρνει.
 
Ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες
αναρωτιέται υπάρχουνε;... κι αν ναι σε ποιές φαρέτρες;
Μήπως ανάμεσα στις χαλασμένες  παράξενες τούτες γραμμές,
στα κοίλα, στις καμπύλες, σ' ακμές και στις αιχμές;
 
Εδώ που συναντιόνται στο πέρασμα τ' αγέρα, της βροχής
και της φθοράς, υπάρχουν άραγε πρόσωπα με έκφραση στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν παράξενα μες στη ζωή μας,
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων στην ψυχή μας;
 
Ή μήπως όχι! Δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος,
η νοσταλγία μιας τότε ύπαρξης πούχε πολύ το θάρρος
να στέκει εκεί που τώρα μένουμε έτσι ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς συνέχεια ζυγίζοντας
απελπισίας τη διάρκεια ενώ το ρέμα κατεβάζει αργά
βούρλα ξεριζωμένα μέσα στο βούρκο του πολλά.
 
Ασπιδοφόρος ο ήλιος λαμπερός ανέβαινε στον ουρανό
αγέρωχος πολεμιστής κι ο ποιητής μες το κενό,
από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
στο φως επάνω χτύπησε σαν τη σαΐτα στο σκουτάρι πλανεμένη.
 
«Ασίνην τε Ασίνην τε...». Να 'ταν  ο  της Ασίνης βασιλιάς
που επίμονα γυρεύουμε σε τούτη την ακρόπολη, χτύπος καρδιάς
και με τα δάχτυλά μας κάποτε μια άλλη αφή να αγγίζουμε,
αφή πάνω στις πέτρες κι όλο κλωθογυρίζουμε.   


 2024©G.Tzivras
---------‐-
 
(*) Γ. Σεφέρης, Ο βασιλιάς της Ασίνης
Ασίνη, καλοκαίρι '38 - Αθήνα, Γεν. '40
 

Kommentare

Beliebte Posts aus diesem Blog

Το γράμμα του ΤΑΣΟΥ ΡΗΓΌΠΟΥΛΟΥ

ΣΟΝΕΤΟ ΣΤΗΝ ΑΛΛΑΓH ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Πέθανε η Ebru, Ζήτω η Ebru!