ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ
ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ
Στην Πασχαλιά 2024 ο ποιητικός μου αυτός αντίλαλος
στο
ομώνυμο πεζογράφημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
από την ποιητική μου συλλογή "ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ, στο ΤΟΤΕ στο ΜΕΤΑ, στο ΤΩΡΑ"
Εκδόσεις ΚΟΥΡΟΣ 2024
Υἱόν
της τὸν αγαπητόν, τὸν καπετὰν Κομνιανὸν
παντού
όπου ευρίσκετο τὸν ἐπαντρολογούσεν
αν
και την νύμφην της γοερώς εις έκαστον
ενιαυτόν
και πρότινος θανούσα διαρκώς μοιρολογούσεν.
Μία
της κόρη οκταετίς καὶ εν τετραετὲς παιδίον,
τα δύο ορφανά της έφερον κατάμαυρα εις τον βίον
που
εστενοχώρει τα πτωχὰ και κάτισχνα κορμάκια των,
ήτον καημὸς καρδιάς 'κείνα τα προσωπάκια των.
Που
τα έβλεπες ενθύμιζαν
περίλυπον δημώδες δίστιχον,
τον κόσμον τον περίλυπον έκαμαν πλέον
δύστυχον:
«Βαρύτερ᾽ απ᾽ τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα,
γιατὶ τα φόρεσα κι εγὼ για μιὰν αγάπη πού ᾽χα.»
Κλινήρης
η γραία έκειτο την εβδομάδα των Παθών
γογγύζουσα,
φωνάζουσα πλήρης των
σκέψεων σκοτεινών
βεβαιωμένη
ούσα εκεί πως είχεν πια «αγγελιασθή»
ούσα εις προετοιμασίαν εις Ουρανούς να ανεβή.
Aκόμη
όμως επέμενε κι επέβαλλεν εις
την μικρὰν
Μόρφω
την εγγονήν, της ηλικίας της ανώτερη και εργασίαν βαρεάν
ἐν
μέσω δε δύο γογγυσμών φωνήν οξείαν έβαζε
που η παιδίσκη τα απόνερα εις την αυλήν τα έβγαζε.
«- Μὴ χύνῃς στην αυλὴ νερά, χίλιες φορὲς σ᾽ τὸ είπα,
στον
νεροχύτην ύπαγε, προς
τούτο έχει εκεί μιαν τρύπα!»
Τους
στεναγμούς εγόγγιζεν αδιαλείπτως δυνατά,
που η πτωχὴ γειτόνισσα φοβούμενη έμενε μακριά.
Η
γραία Κομνιανάκαινα βεβαίως έπασχεν βαρέως,
εμεγαλοποίει όμως τα βάσανα,
είπωμεν τούτο ευθέως
«τα νιάτα της» έκλαιε γοερώς και πως δεν θα προφθάσῃ
να κάμῃ εφέτος Πασχαλιά όταν ετούτη φθάσει.
Η δε γειτόνισσα η Μηλιὰ εβεβαίου ότι η γραία
είχε χονδρόν κομπόδεμα το ήξερεν
και η μαία.
Ελλείψει άλλης ασθενείας ήτον η γραία ικανὴ
να αποθάνῃ απ' την φιλαργυρίαν της και δη τελείως μοναχή.
Διόλου
δεν εβάστα η τόσον τσιγκούνα της ψυχή
να
δώσει εις πτωχὴν γυναίκα, έστω και κάτι τι
όπου
έτσι θα την 'κοίταζε εις το πτωχόν τσαρδί
κ᾽ επέβαλλε αγγαρείαν εις την μικρὰν παιδίσκην Μόρφω, ὀκταετῆ
Ενίοτε παρελήρει και δη
υπερβολικώς
έκραζε
την παιδίσκην αγρίως κι
επιτακτικώς
με το σινδόνιον την σκεπάσει χωρὶς αύτη να την εγγίσῃ καν
της
γραίας όμως η ωρυγή την Μόρφω ετρόμαζε
εις σκιάν.
Ο καπετὰν Κομνιανὸς έλειπε με το γολετί
κ᾽
επεριμένετο να έλθῃ
με τον πρωτότοκον του υιόν
μαζί
παίδα άξιον δωδεκαετή, που τον εφώναζαν Γεωργή,
όστις με τον πατέρα του ηργάζετο σκληρά πολύ.
Τούτο ένας ήτο καημός απ' τους πολλούς της γραίας,
ότι έμελλε, ως έλεγε, αποχωρούσα ζωής ματαίας
μη
επανίδῃ τον υιόν της και τον μεγάλον εγγονόν
της,
οποίους ήθελε κοντά της προς μέγιστον καλόν της.
Και ποίος θα ήτο εκεί τα μάτια της
σφαλήσῃ;
Αι
υπανδρευμέναι δύο ανεψιαί είχον εγκαταλείψει
αμφότεραι
την θεία των έχοντας κληρονομικὰς
«οι ἀχρόνιαστες, λαχταρισμένες» και όχι μόνον διαφοράς.
Ούτω της ήρχετο και αυτής ν᾽ αποθάνῃ εις πείσμα των
χωρὶς
να της φιλήσωσι την χείρα διά το χρίσμα των
και ιατρός που να ευρεθή; Δεν είχεν να πληρώνη.
Οικονομίαν ώφειλε διὰ τα ορφανά
να κάμνη
εις την περιουσίαν της ελαίαι,
γρόσια, θάμνοι
εφύλαττε δια τον υιόν τον βιό της να μη φθείρει
εξέχναγε ψευτογιατρούς, ήθελε να τους δείρει.
Και
βοηθόν δεν ήθελε, δεν είχε εμπιστοσύνην,
οποία
γυνή ηδύνατο να δείξει καλοσυνην;
Της ήρχετο να ξεφωνίσει προς τας γειτόνισσας κραυγήν
«- Ξού, ξένη!» ως όρνιθα παρείσακτον και πρός διαφυγήν.
Ας ήρχετο επιτέλους ο υιός δια να τον νυμφεύση
σαράντα
χρόνων άνθρωπος θα έπρεπε να σπεύση,
ο κόσμος είναι πέλαγο ως τούτο τώρα
που αρμενίζει
άνευ δευτέρου γάμου του, πως την ζωήν του συνηθίζει;
Τα δε ορφανά θα εύρισκαν μητέρα δια βίου
μίαν
καλὴν οικοκυρά, αγώνος δυνατού και
θείου
μάλιστα
επροσφέρετο να την υπηρετήση
εις την ασθένεια κι αυτή θα τόχε εκτιμήση.
Η
Μόρφω εκ των δύο ορφανών, ήτις
την αίσθησιν είχε ήδη
δεν επεθύμει άλλη μητέρα να ειδή, θα
ήτο της σκουπίδι,
ο
αδελφός της Ευαγγελινός νήπιον τριετίζον
έκλαιε μόνον που η μάμμη του σάκκον του εφόρει γκρίζον.
Ἡ
Μόρφω θλιβερή και ωχρά στα μαύρα φουστανάκια της,
και με μανδήλιον μαύρον εις τα ξανθά μαλλάκια της
αγέλαστος
και κατηφής και η μήτηρ στο μυαλό της
που είχε αποθάνει μετά βρέφους της το Πάσχα εις τοκετό της.
Έτσι
η κορασὶς είχεν αντὶ γλυκύτατης μητρός της
την μάμμην που ο αφόρητος παράξενος
εαυτός της
ήτο
διαρκώς πιεστικός γογγύζουσα και
βάλλουσα κραυγὰς
«- Τι να μου κάνει ο ιατρός!»
Έσκουζε
φειδομένη το παχυλό κομπόδεμα
τρέχουσα
δε εις την θύραν της και με λυτό της πόδεμα
έλεγε
και ξανάλεγε: «- Άχ! τι γλυκιὰ πού ᾽ν᾽ η ζωή
κι ας έχει τόσα βάσανα, την αγαπώ εγώ πολύ!»
Πέρυσι,
ώ! πέρυσι, Μεγάλης Πέμπτης
το πρωί
κι
αφού είχον μεταλάβει εις Λειτουργίαν κατανυκτική
ανεσφουγγώθη η μήτηρ καὶ ἤρχισε νὰ
βάπτῃ εν χύτρᾳ τα ωά
με όξος ριζάρι και κιννάβαρι έχουσα εβδόμου μήνα την κοιλιά.
Ήρχισαν
είτα νὰ έρχωνται 'μπρός εις την θύραν τα παιδία
με τον καλάμινον σταυρὸν μέλποντα
μελωδία
με ρόδα ευώδη, ποικιλόχροα και με ερυθρὸν
μανδήλιον κυματίζον,
εις την πολίχνην ήτο έθιμον τα Παθη του Ιησού ενθυμίζον.
«...Βλέπεις εκείνο το βουνί με κόκκινη παντιέρα;
Εκεί σταυρώσαν τον Χριστό, τον πάντων βασιλέα.
.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σύρε
μητέρα μ᾽ στο καλὸ και στην καλὴ την ώρα,
κ᾽
εμένα να με καρτερής το Σάββατο το βράδυ·
όταν σημαίνουν εκκλησιὲς και ψέλνουνε παπάδες,
τότες και συ, μαννούλα μου, νά ᾽χῃς χαρὲς μεγάλες...»
Χαρὲς
τω όντι τα παιδία είχον και εις το
χωρίον όλοι
έθιμα
εις δύσκολους καιρούς ψυχής ήσαν αγκυροβόλι
και
η καλή της μήτηρ έδιδεν εγκάρδια αρτιβαφή ωὰ
εις όλα τα παιδία κόκκινα ωραία και γυαλιστερά.
Μετὰ
ταύτα η μήτηρ ήρχισε να πλάθει, να ζυμώνη
κουλούρες μετ᾽ ωών εντατικώς άϋπνος ξημερώνει
διὰ
τον τότε επιδημούντα σύζυγον και δι' όλα τα παιδία
μοιράζοντας εις γύρον της χαρά και ευτυχία.
Και
επειδὴ ο μικρὸς υιός, ο ομορφούλης Ευαγγελινὸς,
όσο
κι ο λόγος της μητρός του να ήτο καθησυχαστικός
έκλαιε, λέγων πως του είχε δοθεί η
πιό μικρή κοκώνα,
όλες δικές του ἤθελεν με διαπεραστικήν κορώνα,
γλυκύτατα
η μήτηρ του επαρηγόρει λέγουσα
καλύτερον
να είχε συμπεριφοράν
άλλην και δη την πρέπουσα
«τὸ Σαββάτο θα ήρχετο 'κεήνη η κουρούνα η καλή,
καλούδια θα έφερνε πολλά μαζί και νόστιμο τσι-τσι.»
Και ο
μικρὸς εψέλλιζε: «Θὰ ᾽θή κουούνα να φέη του τσι-τσι»
συνάπτων
δε τας χείρας του, δακτύλους μεταξὺ
δακτύλων
την ειρεσίαν των πτερών κουρούνας και με ζήλον
κατὰ τὸ υπόδειγμα μητρός του, που είχε ουράνια ψυχή.
Το δε παιδίον της Μηλιάς, γειτόνισσας και παρακατιανής
εξαετές, ρακένδυτον «Θα ᾽ρθής κουρούνα μ᾽ δ θα ᾽ρθής;»
διεμαρτύρετο
γρυλλίζον κρατώντας την
κοκώνα του
έλεγεν θα εφύλαττε καλώς μην του την φάει η νόνα του.
Περὶ
την δύσιν του ηλίου
Μεγάλην την Παρασκευήν
τα
δύο παιδία μετά της μητρός των στιγμήν ζώντα κατανυκτικήν
τρις υπὸ τον υψηλόν και μεγαλοπρεπή Επιτάφιον
περνούν
το ανθοστεφές κουβούκλιον εις θύμησιν κρατούν.
Απρόσεκτος
ον ο Ευαγγελινὸς ανέτρεψεν εξ απροσεξίας
πήλινον
αμφορέα υπὸ τον Επιτάφιον με ύδωρ
προς αγιασμόν,
όστις
με κρότον έσπασε εις το γυμνόν έδαφος πεσὼν
η δε γυνὴ ης ήτο κτήμα ωργίσθη, λέγουσα, οιωνός ήτο δυστυχίας!
Τότε
η μήτηρ του Ευαγγελινού, επέπληξεν τούτον αυστηρώς
και
πειραχθείσα είπεν: «Αν είναι αυτό κακόν, ας είναι δι εμέ!»
Λόγος
βαρύς που σφράγισε στο πέρασμά του ο καιρός
που την πτωχὴν δεν ηύρες επόμενε ενιαυτέ!...
Το Μέγα Σάββατον οι πιστοὶ με ανημμένας
τας λαμπάδας
εξήλθον υπό ουρανόν εξώκοσμης
λαμπράδας,
ενώ η
αυγὴ έλαμπεν δειλά ήδη ροδίνη και ξανθή,
εις τον Παθόντα και Ταφέντα η άνοιξις συνέψαλλε κι αυτή.
Καξ η
θάλασσα φλοισβίζουσα μορμύρουσα παρὰ τον
αιγιαλὸν
επανελάμβανεν σιγά, «οίμοι γλυκύτατε Ιησου!»
τα δε παιδία έψαλλον ύμνον
εκκλησιαστικόν,
«Κύριε ελέησον! Όλων ημών οι προσευχές και σκέψεις μετά 'Σου!»
Ο Ευαγγελινὸς εψέλλιζε μετὰ των άλλων σιγανά:
«Κύιε έησον! Κύιε έησον!» κι
ο ανατέλλων ήλιος λαμπρά
διέλυε
την της νυχτός ομίχλην εις όμορφα
χρώματα αστραφτερά,
το αρνί θα έσφαζε ο κυρ Νικόλας που είχε άνδρα η κυρά Μηλιά.
Απ'τα βελάσματα του αρνίου
εξύπνησεν ο Ευαγγελινὸς
καθώς
ο γείτονας το έσφαζε, ως και θα έκανε κι ο
Κομνιανός.
Ο Ευαγγελινὸς και η
Μόρφω εις το προαύλιον εξήλθον
ακόμη ένας άμωμος Αμνὸς εσφάγη και τα παιδία παρήλθον.
Και
την εσπέραν οίκαδε έφερεν ο πατὴρ λαμπάδας
πασχαλινὰς
ωραίας, λεπτάς, με άνθη
κέρινης ασπράδας,
κλαίων
ο Ευαγγελινὸς λαμπάδαν ήθελεν
της αδελφής του
αυτήν
που του απέδωσαν δεν ήτο της ψυχής του.
Παίζων
με τας λαμπάδας των τας έσπασεν πολλάκις
εις
αταξίας ήθελεν κι απαίτει ωσάν κανάκης,
την
δε νέαν λαμπάδα του, που ηγόρασεν ο πατήρ των
άθικτον θα εφύλαττε μέχρι της Αναστάσεως εορτή των.
Μεταμεσονυκτίως
ήστραψεν της Αναστάσεως
γενομένης
ολόκληρος
ο πρόναος, μιας γραίας φοβισμένης
παίδες επυροβόλουν άσκοπα σπίρτα και πυροκρόταλα
όλος ο χώρος βούιζε από τα βροντερά τους κρόταλα.
Είτα μικρὰ παιδία με τας κομψὰς λαμπάδας των
ετάχθησαν εις τον χορόν πανέμορφα εις δυάδας των
και
φωνασκώντα ετσούγκριζον τα κόκκινα ωά των
αντανακλούσαν την χαράν τα εύμορφα πρόσωπά των.
Εν δε παιδίον εξαετές, των άλλων πονηρότερον
είχεν ένα πλαστὸν ωὸν από πωρώδη
λίθον
στρογγυλευμένον
κοκκινοβαφές των άλλων δυνατότερον
έσπαζεν όλων τα ωά μαζεύοντας τα προϊόντα ορνίθων.
Μία
παιδίσκη και εις παις ολίγον πάρα πέρα
φιλονικίαν ήρχισαν, ποίου η λαμπάδα ήτο πολύ
ευμορφοτέρα,
εφούντωσε τόσον ο καυγάς που ήρχισαν να τύπτουν
αλύπητα τας κεφαλὰς αλλήλων και εις πόνον κύπτουν
με κλάματα κατανοούν εις λάθος πως εμπίπτουν.
Το απόγευμα
εψάλη δε η Β´ Ανάστασις του ιωβιλαίου
και
της Αγάπης ύστερον εγένετο η πυρπόλησις του μισητού Εβραίου.
Τι άσχημος
ήτο αυτός και τι ευμορφοκαμωμένος
με μίαν χύτραν ως κεφαλήν, λινάρι ως γένειον παρδαλοστολισμένος.
Έφερε και γυαλιὰ βαρέα όμοια με της γραίας μάμμης
στα
μακριά φορέματα έδειχνε νάχει υπερδυνάμεις
και αφού τον 'κρέμαζαν 'ψηλὰ επτὰ οργυιὰς επάνω
τουφέκιζαν έκαιον μετά τον πονηρόν βραχμάνο.
Ύστερον
η μήτηρ έστρωνε την τράπεζαν εις την οικίαν,
αρνὶ ψημένο, σκωταριά, στιγμές αγαλλιάσεως εις υγείαν
κόκκινα
ωά με το τυρί, κουρούνα τόχε φέρει
το φετινό τους βάσανο κανένας δεν το ξέρει.
Εφέτος όμως δηλαδὴ, έτους βαρέας δυστυχίας
δεν ήτο πλέον δίπλα των γονείς των δι'
ευτυχίαν
οικογενειακήν
ως άλλοτε, ο μεν πατήρ ήτο μακριά,
πλέον μακρύτερα αυτού μήτηρ των η γλυκιά.
Αντὶ των δύο ήτο εκεί η γηραιὰ των μάμμη
ρογχάζουσα,
γογγύζουσα κι ένα σπασμένο τζάμι
χωρίς
τα κόκκινα ωά δίχως ψηλές λαμπάδες
ανεπανόρθωτος η συμφορά κι αντί χαράς κρυάδες.
Ευτυχώς η Κομνιανάκαινα δεν είχεν αποθάνει
και
να που ο υιός απόπασχα εις την οικίαν
φθάνει
ήρχισε τον καλλωπισμόν έστριβε και
τον μύστακά του
δεύτερον γάμον ήθελεν, ενδύετο εις τα καλά του.
Τάχα
θα επανήρχετο διὰ τα δύο παιδία ἡ χαρὰ;
Θ᾽
ανέτελλεν εκ νέου γλυκεία η παιδικὴ των Πασχαλιά;
Ίσως
διὰ τον Ευαγγελινὸν, διὰ την Μόρφω όμως ποτέ,
μικρή
ήτο που σε 'γνώρισεν κόσμε
αγκαθωτέ,
ήξευρεν πως δεν έμελλε να την επανειδή επὶ γης,
η εν νυκτί ζωή της ήτο άνευ αυγής.
Γλυκεία Πασχαλιά εσύ, ω μήτηρ χαράς μεγίστης,
μητέραν
έχεις την ενσάρκωσιν, εννοίας αύτης
υψίστης
Ιησού
Χριστού υποσχομένου νὰ πίη
έκαστος εκλεκτός Του
το της αμπέλου γέννημα καινὸν εν τη Βασιλεία του Πατρός Του...
... καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἔψαλλον:
«Ω Πάσχα τὸ μέγα και ιερώτατον,
Χριστέ! Δίδου ημίν
εκτυπώτερον σου μετασχείν,
εν τη ανεσπέρω ημέρᾳ
της βασιλείας Σου ευρεθείν!»
2023©G.Tzivras
Kommentare
Kommentar veröffentlichen